- χρηστοήθης
- ης, ες1) высоконравственный, добропорядочный; 2) учтивый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρηστοήθης — good natured masc/fem acc pl (attic epic doric) χρηστοήθης good natured masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χρηστοήθης good natured masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστοήθης — όηθες, ΝΜΑ αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλο ήθης] … Dictionary of Greek
χρηστοήθη — χρηστοήθης good natured neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρηστοήθης good natured masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρηστοήθης good natured masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστοήθεις — χρηστοήθης good natured masc/fem acc pl χρηστοήθης good natured masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
χρηστοήθεια — η, ΝΜΑ [χρηστοήθης] η ιδιότητα τού χρηστοήθους, ηθικότητα, τιμιότητα … Dictionary of Greek